-
1 шашка
1. взр. το εμπύριο 2. - и мн. (игра) η ντάμα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шашка
-
2 шашка
шашка 1-и θ.1. ντάμα (παιγνίδι).2. πεσσός της ντάμας, το πούλι.3. πλάκα επίστρωσης οδού.4. τροτύλη τετραγωνικού σχήματος.εκφρ.в -у ή -ой – αβακοειδώς (όπως τα τετραγωνίδια του πίνακα της ντάμας)•дымовая шашка – καπνογόνο πυροτέχνημα.шашка 2-и θ.σπάθα, -ί, ρομφαία. -
3 шашкимк.
шаш||кимк.τό παιχνίδι τής ντάμας, ἡ ντάμα·3. (взрывная):подрывная \шашкимк. τό ρηξίπυλο[ν]· дымовая \шашкимк. τό καπνογόνο φυσίγγι.